- πυρολατρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία: Πυρολατρικές τελετές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρολατρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Θρ. Ζουμπουλίδη] … Dictionary of Greek